αμαύριστος

αμαύριστος
-η, -ο
1. αυτός που δε βάφτηκε μαύρος, αμουντζούρωτος: Δεν είχαν αφήσει τοίχο αμαύριστο.
2. αυτός που δεν πήρε μαύρες ψήφους, που δεν καταψηφίστηκε: Στο χωριό αυτό σε καμιά εκλογή δεν έμεινε αμαύριστος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αμαύριστος — η, ο [μαυρίζω] 1. αυτός που δεν μαυρίστηκε, δεν βάφηκε μαύρος, ο αμουντζούρωτος 2. (για υποψήφιους σε εκλογές) αυτός που δεν έλαβε μαύρη ψήφο, που δεν καταψηφίστηκε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”